caramélisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
caramélisation | caramélisations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caramélisation (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη caramel