caravelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
caravelle | caravelles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caravelle (fr) θηλυκό
- η καραβέλα
ενικός | πληθυντικός |
caravelle | caravelles |
caravelle (fr) θηλυκό