Μετάβαση στο περιεχόμενο

carbohydrate

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
carbohydrate carbohydrates

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carbohydrate (en)

  • ο υδατάνθρακας
      foods rich in carbohydrates - τροφές πλούσιες σε υδατάνθρακες

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]