carcinome
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaʁ.si.mɔn/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
carcinome | carcinomes |
carcinome (fr) αρσενικό
- το καρκίνωμα
ενικός | πληθυντικός |
carcinome | carcinomes |
carcinome (fr) αρσενικό