Μετάβαση στο περιεχόμενο

cardiaco

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: cardíaco
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό cardiaco cardiacos
θηλυκό cardiaca cardiacas

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

cardiaco < λατινική cardiacus < αρχαία ελληνική καρδιακός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaɾˈð̞ja.ko/

Επίθετο

[επεξεργασία]

cardiaco (es) αρσενικό

  1. (ανατομία) καρδιακός
    παράδειγμα  «El pobre anciano sufrió un ataque cardiaco mientras paseaba por el parque con sus nietos».
    «Ο φτωχός ηλικιωμένος υπέστη καρδιακή προσβολή ενώ έκανε βόλτα στο πάρκο με τα εγγόνια του.»
  2. καρδιοπαθής
     συνώνυμα: cardiópata

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /karˈdi.a.ko/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

cardiaco < λατινική cardiacus < αρχαία ελληνική καρδιακός

Επίθετο

[επεξεργασία]

cardiaco (it) αρσενικό

  • (ανατομία) καρδιακός
    παράδειγμα  «Un aumento improvviso della pressione sanguigna può essere pericoloso per le persone che soffrono di problemi cardiaci
    «Μια απότομη αύξηση της αρτηριακής πίεσης μπορεί να είναι επικίνδυνη για τα άτομα με καρδιακά προβλήματα.»