cardiaco
Εμφάνιση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cardiaco | cardiacos |
θηλυκό | cardiaca | cardiacas |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]cardiaco < λατινική cardiacus < αρχαία ελληνική καρδιακός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaɾˈð̞ja.ko/
Επίθετο
[επεξεργασία]cardiaco (es) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- cardiaco - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] (στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenario [23η έκδοση], 2014.
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /karˈdi.a.ko/
Ετυμολογία
[επεξεργασία]cardiaco < λατινική cardiacus < αρχαία ελληνική καρδιακός
Επίθετο
[επεξεργασία]cardiaco (it) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ισπανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ισπανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ισπανικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Επίθετα (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Ανατομία (ισπανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Επίθετα (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Ανατομία (ιταλικά)