cardinal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Cardinal

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

cardinal (en)

  1. θεμελιώδης
    one of the cardinal features of the society
  2. που αναφέρεται στα 4 σημεία του ορίζοντα
  3. (για αριθμούς) φυσικός, ακέραιος
  4. (μαθηματικά) πληθικός
  5. με ζωηρό κόκκινο χρώμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cardinal cardinals

cardinal (en)

  1. φυσικός ακέραιος αριθμός
  2. (μαθηματικά) πληθικός αριθμός
  3. (χριστιανισμός, πτηνό) καρδινάλιος
  4. είδος πουλιού
  5. απόχρωση του κόκκινου
    cardinal (χρώμα):   

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

cardinal (fr)

  1. (μαθηματικά) απόλυτος, πληθικός

Αντώνυμοι[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
cardinal cardinaux

cardinal (fr) αρσενικό