cardinal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
cardinal (en)
- θεμελιώδης
- one of the cardinal features of the society
- που αναφέρεται στα 4 σημεία του ορίζοντα
- (για αριθμούς) φυσικός, ακέραιος
- (μαθηματικά) πληθικός
- με ζωηρό κόκκινο χρώμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cardinal | cardinals |
cardinal (en)
- φυσικός ακέραιος αριθμός
- (μαθηματικά) πληθικός αριθμός
- (χριστιανισμός, πτηνό) καρδινάλιος
- είδος πουλιού
- απόχρωση του κόκκινου
cardinal (χρώμα):
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
cardinal (fr)
Αντώνυμοι[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cardinal | cardinaux |
cardinal (fr) αρσενικό