carena
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- carena < γενοβέζικο carena < λατινική carīna < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱerh₂- (κέρας, κορυφή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
carena (it) θηλυκό (πληθυντικός carene)
- (ναυπηγικός όρος) η καρίνα ενός σκάφους
- (ναυτικός όρος) το ίδιο το σκάφος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
carena (it)
Πηγές[επεξεργασία]
- carena - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).