Μετάβαση στο περιεχόμενο

careo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
careo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)ker ή *k̂es

careo

  • στερούμαι, μου λείπει