caresse
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
caresse | caresses |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]caresse (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
caresse | caresses |
caresse (fr) θηλυκό