cargo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cargo | cargos / cargoes |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cargo (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το φορτίο, τα εμπορεύματα που μεταφέρει ένα φορτηγό μεταφορικό μέσο
- ↪ The ship tilted due to the movement of its cargo.
- Tο πλοίο πήρε κλίση λόγω μετακίνησης του φορτίου του.
- ↪ The cargo didn’t suffer damage.
- Το φορτίο δεν έπαθε ζημία.
- ↪ The ship tilted due to the movement of its cargo.
Πηγές[επεξεργασία]
- cargo - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 943. ISBN 9780194325684., λήμμα: φορτίο