Μετάβαση στο περιεχόμενο

caribou

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
caribou < γαλλική caribou

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

caribou (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
caribou < ινδιάνικης προέλευσης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
caribou caribous

caribou (fr) αρσενικό