caribou
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- caribou < γαλλική caribou
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caribou (en)
- (θηλαστικό ζώο) είδος τάρανδου της βόρειας Αμερικής
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- caribou < ινδιάνικης προέλευσης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
caribou | caribous |
caribou (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) είδος τάρανδου της βόρειας Αμερικής