caricatural
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | caricatural | caricaturaux |
θηλυκό | caricaturale | caricaturales |
Επίθετο
[επεξεργασία]caricatural (fr)
- γελοιογραφικός
- γραφικός (με την έννοια του γελοίου)
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]caricatural (ro)