caritatevole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
caritatevole | caritatevoli |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ri.taˈte.vo.le/
Επίθετο
[επεξεργασία]caritatevole (it)
Πηγές
[επεξεργασία]- caritatevole - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).