Μετάβαση στο περιεχόμενο

carotte

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
carotte carottes

carotte (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]