carousel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- carousel < γαλλική carrousel < ιταλική carosello < λατινικά carrus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kr̥s-o- < *k̑ers- (τρέχω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkæ.ɹə.sɛl/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
carousel (en)