carpool

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

carpool < car + pool

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

carpool

  • Η πρακτική δύο ή περισσοτέρων ατόμων να μοιράζονται κάποιο όχημα και να επιμερίζουν αναλογικά τα έξοδα που τους αναλογούν, προκειμένου να μεταβούν στον προορισμό τους, συνεπιβατισμός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

carpool

  • Μετακινούμαι με ακόμα ένα ή περισσότερα άτομα χρησιμοποιώντας από κοινού κάποιο όχημα και επιμερίζοντας αναλογικά τα έξοδα που μας αναλογούν, προκειμένου να μεταβούμε στον προορισμό μας