Μετάβαση στο περιεχόμενο

carrelet

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
carrelet carrelets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carrelet (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]