carrière
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
carrière | carrières |
carrière (fr) θηλυκό
- το λατομείο, το νταμάρι
- η σταδιοδρομία, η καριέρα