carrière
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
carrière | carrières |
carrière (fr) θηλυκό
- το λατομείο
- η σταδιοδρομία, η καριέρα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
carrière | carrières |
carrière (fr) θηλυκό