carriola
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /karˈrjɔ.la/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
carriola θηλυκό (πληθυντικός: corriole)
- (υποκοριστικό) μεταλλικό μικρό καρότσι
- (έπιπλο) κρεβάτι με ρόδες
Απόγονοι[επεξεργασία]
carriola (ιταλικά)
Πηγές[επεξεργασία]
- carriola - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
- για τους απογόνους: قاریولا (Further reading) στο αγγλικό Βικιλεξικό