carrosserie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
carrosserie < → δείτε τις λέξεις carrosse και -erie

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ʁɔ.sʁi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
carrosserie carrosseries

carrosserie (fr) θηλυκό

  1. άλλοτε, η βιομηχανία αυτοκινήτων
  2. σήμερα, η βιομηχανία και το εμπόριο των αμαξωμάτων
  3. η καροσερί ενός οχήματος, και ιδιαίτερα ενός αυτοκινήτου
     συνώνυμα: bâti, caisse
    → δείτε τη λέξη  berline, break, cabriolet, coach, jeep, limousine, monospace, pick-up, quatre-quatre, roadster
  4. (κατ' επέκταση) ο σκελετός μιας μηχανής
     συνώνυμα: bâti, caisse

Συγγενικά

[επεξεργασία]