carry off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας carry off
γ΄ ενικό ενεστώτα carries off
αόριστος carried off
παθητική μετοχή carried off
ενεργητική μετοχή carrying off

Ετυμολογία [επεξεργασία]

carry off < carry & off

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌkæri ˈɒf/ (βρετανικό)
 

Ρήμα[επεξεργασία]

carry off (en)

  • καταφέρνω να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι
    Rescue teams carried it off and saved the people trapped in their houses after the hurricane.
    Οι ομάδες διάσωσης κατάφεραν να σώσουν τους ανθρώπους που ήταν παγιδευμένοι μέσα στα σπίτια τους μετά τον τυφώνα.