carry out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας carry out
γ΄ ενικό ενεστώτα carries out
αόριστος carried out
παθητική μετοχή carried out
ενεργητική μετοχή carrying out

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις carry και out

Ρήμα[επεξεργασία]

carry out (en)

  1. μεταφέρω κάτι έξω
  2. διεξάγω, εκτελώ
    The police chiefs decided to carry out an undercover investigation.
    Οι επικεφαλής της Αστυνομίας αποφάσισαν να διεξαγάγουν μυστική έρευνα.
     συνώνυμα: conduct
  3. αντεπεξέρχομαι (managed to carry out)