carry out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | carry out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | carries out |
αόριστος | carried out |
παθητική μετοχή | carried out |
ενεργητική μετοχή | carrying out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
carry out (en)