carte mère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
carte mère | cartes mères |
carte mère (fr) θηλυκό
- (πληροφορική) → δείτε τη λέξη carte-mère