carte postale
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
carte postale | cartes postales |
carte postale (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
carte postale | cartes postales |
carte postale (fr) θηλυκό