cartographie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaʁ.tɔ.ɡʁa.fi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cartographie | cartographies |
cartographie (fr) θηλυκό
- η χαρτογραφία, η χαρτογράφηση
- (κατ’ επέκταση) ο χάρτης