Μετάβαση στο περιεχόμενο

carton

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
carton cartons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carton (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carton (fr) αρσενικό