cartouche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cartouche < γαλλική
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cartouche (en)
- διακοσμητικό στοιχείο που παριστάνει έναν πάπυρο-μία περγαμηνή με τυλιγμένα άκρα πάνω στον οποίο υπάρχει μια εγγραφή (κείμενο, γράμματα, σχήμα, προσωπογραφία, σχέδιο, θυρεός κτλ.)
- ένας διακοσμητικός πίνακας που μέσα του περιέχει οτιδήποτε (συνήθως δύο διαστάσεων, ή εγχάρακτος αλλά και γενικότερα)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cartouche | cartouches |
cartouche (fr) αρσενικό
- διακοσμητικό στοιχείο που παριστάνει έναν χάρτη πάνω στον οποίο υπάρχει μια εγγραφή
- πληροφοριακό τετραγωνίδιο σχετικό με ένα σχέδιο, χάρτη, κ.α.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cartouche | cartouches |
cartouche (fr) θηλυκό