caryatide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
caryatide | caryatides |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caryatide (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
caryatide | caryatides |
caryatide (fr) θηλυκό