Μετάβαση στο περιεχόμενο

cashier

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cashier cashiers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cashier (en)