Μετάβαση στο περιεχόμενο

casoar

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
casoar casoars

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

casoar (fr) αρσενικό

  1. (πτηνό) είδος πουλιού, το κασουάριο
  2. (Γαλλία) λοφίο του πηλήκιου των φοιτητών της σχολής Saint Cyr