cassé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cassé | cassés |
θηλυκό | cassée | cassées |
Επίθετο
[επεξεργασία]cassé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cassé | cassés |
θηλυκό | cassée | cassées |
cassé (fr)