casse-gueule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
casse-gueule | casse-gueules |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
casse-gueule (fr) αρσενικό
- επικίνδυνη, ριψοκίνδυνη κατάσταση
ενικός | πληθυντικός |
casse-gueule | casse-gueules |
casse-gueule (fr) αρσενικό