casse-tête
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
casse-tête (fr) αρσενικό
- η σπαζοκεφαλιά, o πονοκέφαλος
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Ο πληθυντικός του casse-tête είναι:
- casse-tête (παραδοσιακή ορθογραφία)
- ή
- casse-têtes (ορθογραφία του 1990)