cassement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cassement cassements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cassement (fr) αρσενικό

  1. το σπάσιμο
  2. η ληστεία

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη casser