cassure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cassure cassures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cassure (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη casser