cast
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cast (en)
- καλούπι
- αποτύπωση από ή σε καλούπι
- γύψος (για κατάγματα)
- το σύνολο των ηθοποιών που συμμετέχουν σε μια παράσταση
Ρήμα[επεξεργασία]
cast (en) (αόρ. : cast, παθ. μτχ. : cast)
- ρίχνω
- καλουπώνω ή φτιάχνω καλούπι
-
-
- βάζω γύψο σε μέλος με κάταγμα
-