cast

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cast casts

cast (en)

  1. καλούπι
    1. αποτύπωση από ή σε καλούπι
    2. γύψος (για κατάγματα)
  2. το σύνολο των ηθοποιών που συμμετέχουν σε μια παράσταση

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας cast
γ΄ ενικό ενεστώτα casts
αόριστος cast
παθητική μετοχή cast
ενεργητική μετοχή casting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

cast (en)

  1. (μεταβατικό) ρίχνω, κοιτάζω, χαμογελώ κτλ. προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    I cast my eye on someone or something.
    Ρίχνω τα μάτια μου σε κάποιον ή κάτι.
    She cast him a look that paralyzed him.
    Του έριξε μια ματιά που τον παρέλυσε.
  2. (μεταβατικό, κυριολεκτικά) σκιάζω, ρίχνω σκιά ή φως, κάνω το φως, μια σκιά κτλ. να εμφανίζεται σε ένα συγκεκριμένο μέρος
    This tree casts a shadow on the house.
    Αυτό το δέντρο σκιάζει το σπίτι.
  3. (μεταβατικό, μεταφορικά) ρίχνω σκιά πάνω σε κάτι, λέω, κάνω ή προτείνω κάτι που κάνει τους ανθρώπους να αμφιβάλλουν για μένα ή να πιστεύουν ότι είμαι λιγότερο ειλικρινής, καλός κτλ.
    This casts a shadow over his reputation.
    Αυτό ρίχνει μια σκιά πάνω στην υπόληψή του.
    A new war cast its shadow over Europe.
    Ένας νέος πόλεμος έριχνε τον ίσκιο του πάνω από την Ευρώπη.
    The news cast a chill on the class.
    Τα νέα έριξαν μια παγωμάρα στην τάξη.
  4. (μεταβατικό) ρίχνω την ψήφο, ψηφίζω κάποιον ή κάτι
    I am casting my vote.
    Ρίχνω την ψήφο μου.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) ρίχνω τη μια άκρη μιας πετονιάς ή ενός δικτύου σε ένα ποτάμι κτλ.
    I cast the nets (into the water).
    Ρίχνω τα δίκτυα.
  6. (μεταβατικό, λογοτεχνικό) ρίχνω, πετάω κάποιον ή κάτι κάπου, ειδικά χρησιμοποιώντας δύναμη
    Who is going to cast the first stone?
    Ποιος θα ρίξει τον πρώτο λίθο;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη throw
  7. (μεταβατικό) ρίχνω, ένα φίδι ρίχνει το δέρμα του, το δέρμα βγαίνει ως μέρος μιας φυσικής διαδικασίας
    Snakes cast their skins.
    Τα φίδια ρίχνουν το δέρμα τους.
     συνώνυμα: shed
  8. καλουπώνω ή φτιάχνω καλούπι
    • βάζω γύψο σε μέλος με κάταγμα
  9. (πληροφορική) μεταβάλω τον τύπο δεδομένων (data type) μιας μεταβλητής (variable)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]