cast
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cast | casts |
cast (en)
- καλούπι
- αποτύπωση από ή σε καλούπι
- γύψος (για κατάγματα)
- το σύνολο των ηθοποιών που συμμετέχουν σε μια παράσταση
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | cast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | casts |
αόριστος | cast |
παθητική μετοχή | cast |
ενεργητική μετοχή | casting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
cast (en)
- ρίχνω
- καλουπώνω ή φτιάχνω καλούπι
- βάζω γύψο σε μέλος με κάταγμα
- (πληροφορική) μεταβάλω τον τύπο δεδομένων (data type) μιας μεταβλητής (variable)