cast

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cast casts

cast (en)

  1. καλούπι
    1. αποτύπωση από ή σε καλούπι
    2. γύψος (για κατάγματα)
  2. το σύνολο των ηθοποιών που συμμετέχουν σε μια παράσταση

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας cast
γ΄ ενικό ενεστώτα casts
αόριστος cast
παθητική μετοχή cast
ενεργητική μετοχή casting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

cast (en)

  1. ρίχνω
  2. καλουπώνω ή φτιάχνω καλούπι
    • βάζω γύψο σε μέλος με κάταγμα
  3. (πληροφορική) μεταβάλω τον τύπο δεδομένων (data type) μιας μεταβλητής (variable)