castravete
Εμφάνιση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία] κλίση του castravete
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un castravete | castravetele | nişte castraveți | castraveții |
γενική | a unui castravete | castravetelui | a unor castraveți | castraveților |
δοτική | a unui castravete | castravetelui | a unor castraveți | castraveților |
αιτιατική | un castravete | castravetele | nişte castraveți | castraveții |
κλητική | — | - | — | - |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kastraˈvete/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]castravete (ro) αρσενικό