castrum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

castrum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kes- (κόβω, χωρίζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

castrum (la) ουδέτερο

  1. κάθε οχυρή θέση
  2. κάστρο
  3. (στον πληθυντικό) castra: στρατόπεδο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική castrum castra
γενική castrī castrōrum
δοτική castrō castrīs
αιτιατική castrum castra
κλητική castrum castra
αφαιρετική castrō castrīs
(β' κλίση)

Απόγονοι[επεξεργασία]

castrum (λατινικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: κάστρον
νέα ελληνικά: κάστρο

Πηγές[επεξεργασία]