catamaran
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]catamaran (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
catamaran | catamarans |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]catamaran (fr) αρσενικό
- το καταμαράν