Μετάβαση στο περιεχόμενο

catamaran

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

catamaran (en)

  1. σχεδία από δύο ή περισσότερους κορμούς δεμένους μαζί
  2. το καταμαράν



      ενικός         πληθυντικός  
catamaran catamarans

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

catamaran (fr) αρσενικό

  1. το καταμαράν