catastrophe
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
catastrophe | catastrophes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]catastrophe (en)
- η καταστροφή
- ⮡ The dinosaurs were wiped out by a global catastrophe.
- Οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν από μία παγκόσμια καταστροφή.
- ⮡ The dinosaurs were wiped out by a global catastrophe.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.tas.tʁɔf/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
catastrophe | catastrophes |
catastrophe (fr) θηλυκό
- η καταστροφή, ο χαλασμός, ο όλεθρος