catastrophe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
catastrophe (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.tas.tʁɔf/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
catastrophe | catastrophes |
catastrophe (fr) θηλυκό
- η καταστροφή, ο χαλασμός, ο όλεθρος