catch up
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | catch up |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | catches up |
| αόριστος | caught up |
| παθητική μετοχή | caught up |
| ενεργητική μετοχή | catching up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]catch up (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προλαβαίνω, προφταίνω, φτάνω σε κάποιον που είναι μπροστά γιατί πάει πιο γρήγορα
Go ahead and I’ll catch up to you./Go ahead and I’ll catch up.
- Πήγαινε μπροστά και θα σε προλάβω.
He caught up with him halfway.
- Τον πρόφτασε στα μισά του δρόμου.
You go ahead and I will catch up with you.
- Προχώρησε εσύ και εγώ θα σε φτάσω.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προλαβαίνω, προφταίνω, φτάνω στο ίδιο επίπεδο με κάποιον που ήταν πιο προχωρημένος
You must work hard to catch up with the rest of the class.
- Πρέπει να δουλέψεις πολύ για να προλάβεις την υπόλοιπη τάξη.
- (μεταβατικό) προλαβαίνω, προφταίνω, κάτι δυσάρεστο αρχίζει να προκαλεί προβλήματα σε κάποιον αφού έχει καταφέρει να το αποφύγει για κάποιο χρονικό διάστημα
The rain caught up with us.
- Μας πρόφτασε η βροχή.