Μετάβαση στο περιεχόμενο

catch up

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας catch up
γ΄ ενικό ενεστώτα catches up
αόριστος caught up
παθητική μετοχή caught up
ενεργητική μετοχή catching up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
catch up <  δείτε τις λέξεις catch και up

catch up (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) προλαβαίνω, προφταίνω, φτάνω σε κάποιον που είναι μπροστά γιατί πάει πιο γρήγορα
    παράδειγμα  Go ahead and I’ll catch up to you./Go ahead and I’ll catch up.
    Πήγαινε μπροστά και θα σε προλάβω.
    παράδειγμα  He caught up with him halfway.
    Τον πρόφτασε στα μισά του δρόμου.
    παράδειγμα  You go ahead and I will catch up with you.
    Προχώρησε εσύ και εγώ θα σε φτάσω.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) προλαβαίνω, προφταίνω, φτάνω στο ίδιο επίπεδο με κάποιον που ήταν πιο προχωρημένος
    παράδειγμα  You must work hard to catch up with the rest of the class.
    Πρέπει να δουλέψεις πολύ για να προλάβεις την υπόλοιπη τάξη.
  3. (μεταβατικό) προλαβαίνω, προφταίνω, κάτι δυσάρεστο αρχίζει να προκαλεί προβλήματα σε κάποιον αφού έχει καταφέρει να το αποφύγει για κάποιο χρονικό διάστημα
    παράδειγμα  The rain caught up with us.
    Μας πρόφτασε η βροχή.

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Το with ή to χρειάζεται όταν το ρήμα χρησιμοποιείται με άμεσο αντικείμενο (μεταβατικό)