catchy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός catchy
συγκριτικός catchier
υπερθετικός catchiest

Ετυμολογία [επεξεργασία]

catchy < catch + -y

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkætʃi/ & /ˈkɛtʃi/

Επίθετο[επεξεργασία]

catchy (en)

  • πιασάρικος, για μουσική ή τα λόγια μιας διαφήμισης που είναι ευχάριστα και απομνημονεύονται εύκολα
    a catchy one-liner/tune - πιασάρικη ατάκα/μελωδία

Πηγές[επεξεργασία]