catoptrique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.tɔp.tʁik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
catoptrique | catoptriques |
catoptrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
catoptrique | catoptriques |
catoptrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό