Μετάβαση στο περιεχόμενο

caveo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
caveo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skeue (παρατηρώ, προσέχω)

caveo (la)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]