ceaseless
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ceaseless (en) (χωρίς παραθετικά)
- ακατάπαυστος, αδιάκοπος
- ⮡ The ceaseless car noise has irritated me.
- Ο αδιάκοπος θόρυβος των αυτοκινήτων με έχει εκνευρίσει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous
- ⮡ The ceaseless car noise has irritated me.