ceasornicar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ceasornicar (ro) αρσενικό
- ο ρολογάς, αυτός που φτιάχνει ή επιδιορθώνει ρολόγια
- ο ωρολογοποιός
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του ceasornicar
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un ceasornicar | ceasornicarul | nişte ceasornicari | ceasornicarii |
γενική | a unui ceasornicar | ceasornicarului | a unor ceasornicari | ceasornicarilor |
δοτική | unui ceasornicar | ceasornicarului | unor ceasornicari | ceasornicarilor |
αιτιατική | un ceasornicar | ceasornicarul | nişte ceasornicari | ceasornicarii |
κλητική | — | - | — | - |