ceasornicar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ceasornicar (ro) αρσενικό

  1. ο ρολογάς, αυτός που φτιάχνει ή επιδιορθώνει ρολόγια
  2. ο ωρολογοποιός

Κλίση[επεξεργασία]