cegła
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cegła (pl) θηλυκό
- το τούβλο (οικοδομικό υλικό)
- (μεταφορικά) μεγάλο, βαρύ και ανιαρό βιβλίο