Μετάβαση στο περιεχόμενο

cello

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
cello cellos / celli

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cello (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]