cellula
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cellula < (λόγιο δάνειο) λατινική cellula (μικρό δωμάτιο)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈt͡ʃɛl.lu.la/ Συγκρίνετε με το λατινικό cellula.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cellula (it) θηλυκό (πληθυντικός: cellule)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη cella
Πηγές
[επεξεργασία]- cellula - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cellula < cell(a) + υποκοριστικό επίθημα -ula
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkel.lu.la/ προφορά κλασικών λατινικών
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cellula (la) θηλυκό
- (υποκοριστικό) δωματιάκι, μικρό δωμάτιο, συνήθως δούλων
- (κατ’ επέκταση)
- το κελλί
- μικρό σπίτι
Κλίση
[επεξεργασία]Απόγονοι
[επεξεργασία]cellula (λατινικά)
Πηγές
[επεξεργασία]- cellula - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα λατινικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Ανατομία (ιταλικά)
- Ελλείποντες ορισμοί (ιταλικά)
- Βιολογία (ιταλικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ula (λατινικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (λατινικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (λατινικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (λατινικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (λατινικά)