cellulaire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cellulaire < cellule
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cellulaire | cellulaires |
cellulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
cellulaire | cellulaires |
cellulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό